μεγαλορρέκτης

μεγαλορρέκτης
μεγᾰλο-ρρέκτης, ου, ,
A one who does great things, Adam.2.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλορρέκτης — μεγαλορρέκτης, ὁ (Α) αυτός που κάνει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης, χειρο ρρέκτης] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”